μαρμίτα

μαρμίτα
kazan

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαρμίτα — η 1. μεγάλη μετάλλινη χύτρα μαγειρέματος με διπλό τοίχωμα και ερμητικό κάλυμμα 2. περίσσευμα φαγητού στο βάθος τής μαρμίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marmite «χύτρα, λέβητας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”